- καρηβαρικόν
- καρηβαρικόςsubject to headachemasc acc sgκαρηβαρικόςsubject to headacheneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρηβαρικός — καρηβαρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει πονοκέφαλο 2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία] … Dictionary of Greek